- ἰσάριθμοι
- ἰσάριθμοςequal in number withmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… … Dictionary of Greek
πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… … Dictionary of Greek
πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
βιμπράφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Αποτελείται από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται όταν τα χτυπάει κανείς με ειδικές μπαγκέτες. Τα ελάσματα είναι τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο που να σχηματίζουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Κάτω από το καθένα τους… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
ευπατρίδες — Η ανώτατη τάξη της αρχαίας Αθήνας. Ο Θησέας, κατά τον Πλούταρχο, διαίρεσε τους κατοίκους της Αττικής στις τρεις τάξεις: τους ε., τους γεώμορους (κληρούχοι) και τους δημιουργούς. Οι ε. είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Νέας Ζηλανδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησσίας που εδρεύει στο Γουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ιδρύθηκε το 1970 με την έκδοση του Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου… … Dictionary of Greek
οχνίδες — (Ochnaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, που αριθμεί θάμνους και δέντρα, με φύλλα επαλλάσσοντα, δερματώδη. Τα άνθη του είναι αρρενοθήλεα, με 4 5 σέπαλα κα σπάνια 10 και έχει 5 πέταλα, σπάνια 3 ή 4, και ακόμα… … Dictionary of Greek